- βλάκας
- οανόητος, μωρός, ηλίθιος, άνθρωπος με χαμηλό νοητικό επίπεδο: Δεν πρόκειται να καταλάβει αυτά που του λες, γιατί είναι βλάκας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βλάκας — ο, η (AM βλάξ, βλακός, ο, η) μωρός, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βλάξ φέρει επίθημα ᾱκ , που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων της αττικής κυρίως κωμωδίας (πρβλ. γαύρᾱξ, πλούτᾱξ, στόμφᾱξ κ.ά). Πρόκειται μάλλον για πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
βλᾶκας — βλάξ stolid masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλάκας — βλάξ stolid fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατέντα — η 1. δίπλωμα ευρεσιτεχνίας 2. δίπλωμα που παρέχει άδεια ασκήσεως ενός επαγγέλματος 3. φρ. «είναι βλάκας με πατέντα» είναι βλάκας κατά γενική διαπίστωση, είναι αναμφισβήτητα βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patente] … Dictionary of Greek
βλακεύω — (AM βλακεύω) [βλαξ] νεοελλ. χαζεύω, συμπεριφέρομαι σαν βλάκας αρχ. 1. είμαι βλάκας 2. καταστρέφω κάτι με την οκνηρία μου … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
μισός — ή, ό 1. το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός όλου: Πήρα μισό κιλό τυρί. 2. ατελής, λειψός, ανολοκλήρωτος: Πάντα κάνει μισές δουλειές. 3. φρ., «μισός άνθρωπος», ανάπηρος, σακάτης· «με μισό μάτι», με επιφύλαξη· «Είναι μισή μερίδα», είναι μικροκαμωμένος· … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικεφαλαία — η πολεμικό κάλυμμα της κεφαλής στους αρχαίους, σημ. κράνος, το. Φρ., «Βλάκας με περικεφαλαία», βλάκας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να είναι ευδιάκριτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Marika Krevata — Marika Kotopouli Μαρίκα Κρεβατά Born 1910 Athens, Greece Died September 14, 1994 … Wikipedia
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia